- νομάτοι
- και νοματαίοι, οιάτομα, πρόσωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀνομάτοι, λ. σχηματισμένη από τη γεν. πληθ. τού όνομα, ονομάτων κατά το σχήμα: ανθρώπων —ανθρώποι. Οι τ. νοματαίοι < νομάτοι + κατάλ. -αίοι (πρβλ. νοικοκυρ- αίοι)].
Dictionary of Greek. 2013.